- εὐοσμία
- εὐ-οσμία, ἡ, Wohlgeruch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εὐοσμία — εὐοσμίᾱ , εὐοσμία fragrance fem nom/voc/acc dual εὐοσμίᾱ , εὐοσμία fragrance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοσμίᾳ — εὐοσμίᾱͅ , εὐοσμία fragrance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοσμία — η (ΑΜ εὐοσμία και εὐωσμία, Α και εὐοδμία) [εύοσμος] καλή οσμή, ευωδία, άρωμα … Dictionary of Greek
ευοσμία — η ευχάριστη οσμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐοσμίας — εὐοσμίᾱς , εὐοσμία fragrance fem acc pl εὐοσμίᾱς , εὐοσμία fragrance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοσμίαι — εὐοσμίᾱͅ , εὐοσμία fragrance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοσμίαν — εὐοσμίᾱν , εὐοσμία fragrance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοσμίαις — εὐοσμία fragrance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοδμία — εὐοδμία, ἡ (Α) [εύοδμος] ευοσμία* … Dictionary of Greek
ευοσμώδης — εὐοσμώδης, ες (Α) αυτός που έχει ευοσμία, ο εύοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύοσμος + ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
ευωδία — και ευωδιά, η (ΑΜ εὐωδία, Α και ιων. τ. εὐωδίη) [ευώδης] ευχάριστη οσμή, ευοσμία, άρωμα, μυρωδιά μσν. (για θεϊκή προσφορά) ευλογία, χάρη … Dictionary of Greek